ακατέβαστος

ακατέβαστος
-η, -ο
1. αυτός που δεν κατεβάστηκε: Έμενε ακατέβαστος ο τελευταίος της συντροφιάς.
2. αυτός που δεν κατέβηκε: Ήμουν ακόμη ακατέβαστος όταν άρχισα να ζαλίζομαι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ακατέβαστος — η, ο 1. εκείνος που δεν τόν έχουν κατεβάσει «ακατέβαστα πανιά» 2. εκείνος που δεν έχει κατέβει χαμηλότερα από την ψηλότερη τοποθεσία όπου διαμένει. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + κατεβαστός < κατεβάζω] …   Dictionary of Greek

  • ακατέβατος — η, ο 1. ο ακατέβαστος 2. εκείνος, στον οποίο δεν μπορεί κανείς να κατέβει «ακατέβατος γκρεμός» 3. αυτός, στον οποίο δεν γίνεται μείωση, έκπτωση «ακατέβατες τιμές» και επίρρ. ακατέβατα χωρίς καμιά έκπτωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + κατεβατός <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”